- λάαρχος
- (μέσα 6ου αι. π.Χ.). Αδελφός του Αρκεσίλαου Β’, βασιλιά της Κυρήνης. Αφού σκότωσε τον αδελφό του, ανήλθε ο ίδιος στον βασιλικό θρόνο, ως επίτροπος του ανήλικου διαδόχου, γιου του Αρκεσίλαου. Για να εδραιώσει τη θέση του, θέλησε να παντρευτεί τη σύζυγο του Αρκεσίλαου, Ερυξώ, η οποία προσποιούμενη ανάλογο ενδιαφέρον, τον παρέσυρε στον κοιτώνα της και με τη βοήθεια του αδελφού της Πολύαρχου, τον δολοφόνησε στον ύπνο του. Ο Λ. αναφέρεται και ως Λέαρχος.
* * *λάαρχος, ὁ (Α)βλ. λαάρχης.
Dictionary of Greek. 2013.